-
1 эндоморфизм
Русско-греческий словарь научных и технических терминов > эндоморфизм
См. также в других словарях:
ενδομορφισμός ή ενδομορφία — Όρος της ορυκτολογίας που αναφέρεται στη διαφορά της σύστασης που παρατηρείται σε ενδογενές ή μαγματογενές πέτρωμα, κατά την επαφή του με άλλο πέτρωμα το οποίο διασχίζει. Το τελευταίο αυτό επηρεάζει τη σύσταση του μαγματογενούς πετρώματος, γιατί … Dictionary of Greek