Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

оз ο ενδομορφία

См. также в других словарях:

  • ενδομορφισμός ή ενδομορφία — Όρος της ορυκτολογίας που αναφέρεται στη διαφορά της σύστασης που παρατηρείται σε ενδογενές ή μαγματογενές πέτρωμα, κατά την επαφή του με άλλο πέτρωμα το οποίο διασχίζει. Το τελευταίο αυτό επηρεάζει τη σύσταση του μαγματογενούς πετρώματος, γιατί …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»